- πημεντάριοι
- και πηγμεντάριοι και πιγμεντάριοι και πιμεντάριοι και ποιμεντάριοι, οἱ, Μ(στο Βυζάντιο) οι φαρμακοποιοί που παρασκεύαζαν αρώματα, οι μυρεψοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pigmentarius «φαρμακοπώλης, μυροπώλης» < λατ. pigmentum «φάρμακο, χρώμα, βαφή»].
Dictionary of Greek. 2013.